Dictionary of Greek. 2013.
εκτελειώ — ἐκτελειῶ και ἐκτελεῶ ( όω) επιτατ. τού τελειώ* (Α) κάνω κάτι τέλειο, τελειοποιώ … Dictionary of Greek
εκτελεώ — ἐκτελεῶ ( όω) (Α) εκτελειῶ* … Dictionary of Greek